-
1 ζωντανός
η, ό[ν]1) живой; живущий;ψάρια ζωντανά — живая рыба;
ζωντανό πλάσμα — живое существо;
ζωντανός κι' άχωστος — еле живой;
μένω ζωντανός — остаться в живых;
τρώγω (πιάνω) κάποιον ζωντανό — съесть (взять) кого-л. живьём;
2) живой, бодрый, активный, энергичный; жизнедеятельный;3) живой, йркий, выразительный;ζωντανή περιγραφή — живое описание;
ζωντανό βλέμμα — выразительный взгляд;
ζωντανό παράδειγμα — наглядный пример;
4) сырой, недоваренный; недожаренный;τό κρέας είναι ακόμα ζωντανό — мясо ещё не уварилось;
§ ζωντανή γλώσσα — живой язык
См. также в других словарях:
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
τσιμπώ — τζιμπῶ, άω, ΝΜ 1. συνθλίβω το δέρμα με τα δάχτυλα, ιδίως με τον δείκτη και τον αντίχειρα, προκαλώντας πόνο 2. συνεκδ. τρυπώ, κεντώ (α. «τόν τσίμπησε κουνούπι» β. «τόν τσίμπησε με μια καρφίτσα») νεοελλ. 1. (για πτηνό) α) πιάνω την τροφή με το… … Dictionary of Greek